- μπαρούφα
- η презр, пустая болтовня; вздор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαρούφα — η 1. ανοησία, σαχλαμάρα 2. αβάσιμη καυχησιολογία 3. άκακο ψέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. baruffa «φασαρία, καβγάς»] … Dictionary of Greek
μπαρούφα — η (λ. ιταλ.), σαχλαμάρα, ανοησία: Σταμάτα να λες μπαρούφες! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπαρούφας — ο [μπαρούφα] αυτός που λέει μπαρούφες … Dictionary of Greek